πρωτοστάτωρ

πρωτοστάτωρ
ὁ, Μ
βλ. πρωτοστράτωρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κορύνη — Αμυντικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα οι κυνηγοί άγριων ζώων. Επρόκειτο για ένα χοντρό ατρακτοειδές ρόπαλο, επενδεδυμένο με μέταλλο, χαλκό ή σίδερο. Αργότερα εξελίχθηκε σε πολεμικό όπλο, ανάλογο με αυτό που χρησιμοποιούσαν… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοστράτωρ — Αυλικό βυζαντινό αξίωμα που δινόταν σε πρόσωπα της απόλυτης εμπιστοσύνης του αυτοκράτορα. Ο π. ήταν αρχηγός των στρατόρων, δηλαδή των ιπποκόμων. Π. υπήρχαν και στις βασιλικές αυλές της δυτικής Ευρώπης. * * * ορος, ὁ, ΜΑ, και πρωτοστάτωρ Μ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”